- φορτικεύομαι
- Α [φορτικός]συμπεριφέρομαι με φορτικό, με χυδαίο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορτικευομένου — φορτικεύομαι jest vulgarly pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικευόμενα — φορτικεύομαι jest vulgarly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορτικεύετο — φορτικεύομαι jest vulgarly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)